- χωριατοφέρνω
- συμπεριφέρομαι σαν χωριάτης, μοιάζω σαν χωριάτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χωριατοφέρνω — Ν (αμτβ.) έχω κάπως χωριάτικη συμπεριφορά, φέρομαι σαν χωριάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + φέρνω (πρβλ. μικρο φέρνω)] … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
χωριατεύω — χωριάτεψα, φέρομαι σαν χωριάτης, χωριατοφέρνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)